- Ἐκδίκου
- Ἔκδικοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐκδίκου — ἔκδικος lawless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀκδίκου — ἐκδίκου , ἔκδικος lawless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
отъмьщениѥ — ОТЪМЬЩЕНИ|Ѥ (41), ˫А с. 1.Месть, отмщение: властию прельстивъсѧ сластолюби˫а. отъмьщени˫а же правьдьнааго не ѹбѣжа. Стих 1156–1163, 103; то же Мин XII (июль), 114 об.; мольбѹ ѡбоимъ принос˫а. въстати на ѿмьщениѥ. и помощи вѣрѣ гыблющи истинѣ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εκδικία — ἐκδικία, η (Α) 1. εκδίκηση 2. το έργο τού εκδίκου 3. απαλλαγή από δεσμευτική συμφωνία … Dictionary of Greek